frère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
frère < frade < λατινική frater

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frère frères

frère (fr) αρσενικό

Deux frères

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]