frater

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

frater < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *frātēr πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréhtēr. Συγγενή: αρχαία ελληνική φράτηρ, σανσκριτική भ्रातृ (bhrā́tṛ), το αγγλοσαξονική brōþor > αγγλική brother

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

frater (la) αρσενικό

  1. (οικογένεια) αδελφός
  2. φίλος
  3. αγαπημένος
  4. (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) αδερφός (μέλος θρησκευτικής αδελφότητας)

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική frater fratrēs
γενική fratris fratrum
δοτική fratrī fratribus
αιτιατική fratrem fratrēs
κλητική frater fratrēs
αφαιρετική fratre fratribus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

frater (nl)