frater
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- frater < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰréhtēr. Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) φράτηρ, το σανσκριτικό भ्रातृ (bhrā́tṛ), το αρχαίο αγγλικό brōþor και το αγγλικό brother
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
frater (la) αρσενικό
- αδελφός
- φίλος
- αγαπημένος
- (λέξη της εκκλησιαστικής λατινικής) αδερφός (μέλος θρησκευτικής αδελφότητας)
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frater | fratrēs |
γενική | fratris | fratrum |
δοτική | fratrī | fratribus |
αιτιατική | fratrem | fratrēs |
κλητική | frater | fratrēs |
αφαιρετική | fratre | fratribus |
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
frater (nl)