αδερφός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αδερφός | οι | αδερφοί |
γενική | του | αδερφού | των | αδερφών |
αιτιατική | τον | αδερφό | τους | αδερφούς |
κλητική | αδερφέ | αδερφοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδερφός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀδερφός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀδελφός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδερφός αρσενικό (θηλυκό: αδερφή)
- (οικογένεια) άλλη μορφή του αδελφός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αδερφο- στο Βικιλεξικό
- αδερφοδιώχτης
- αδερφομοιράδι / αδερφομεράδι
- αδερφοποιτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδερφός
→ δείτε τη λέξη αδελφός |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικογένεια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)