Μετάβαση στο περιεχόμενο

νοσοκόμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοσοκόμα οι νοσοκόμες
      γενική της νοσοκόμας
    αιτιατική τη νοσοκόμα τις νοσοκόμες
     κλητική νοσοκόμα νοσοκόμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νοσοκόμα < νοσοκόμος +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νοσοκόμα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]