Krankenschwester
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkʁaŋkn̩ˌʃvɛstɐ/ & /ˈkʁaŋkŋ̩ˌʃvɛstɐ/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Kran‐ken‐schwes‐ter
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Krankenschwester (de) θηλυκό
- η νοσοκόμα