Krankenschwester
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Krankenschwester (de) θηλυκό
- η νοσοκόμα
Krankenschwester (de) θηλυκό