сестра

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сестра (bg) θηλυκό

  1. η αδελφή



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сестра (ru)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сестра (sr)