αμετάκλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμετάκλητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμετάκλητος < αρχαία ελληνικά ἀ- + μετακαλέω < μετά + καλέω / καλῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.meˈta.kli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐τά‐κλη‐τος
- τονικό παρώνυμο: αμετακλήτως
Επίθετο
[επεξεργασία]αμετάκλητος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να μετακληθεί, να αλλάξει
- ⮡ αμετάκλητη απόφαση
- (νομικός όρος) δικαστική απόφαση ή βούλευμα που δεν προβάλλεται με ένδικα μέσα (έφεση, αναίρεση)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις μετακαλώ, μετά και καλώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμετάκλητος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)