τελειωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τελειωτικός < (ελληνιστική κοινή) τελειωτικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /te.li.o.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /te.li.o.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /te.li.o.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]τελειωτικός, -ή, -ό
- που ολοκληρώνει κάτι, οδηγώντας το σε ένα τέλος
- που δεν επιδέχεται αλλαγές