ειλημμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειλημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαμβάνω, λαμβάνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ειλημμένος, -η, -ο
- που έχει ληφθεί