αλλάξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλλάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλλάζω
  2. θα αλλάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλλάζω
  3. να αλλάξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλλάζω