αρπαγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρπαγή | οι | αρπαγές |
γενική | της | αρπαγής | των | αρπαγών |
αιτιατική | την | αρπαγή | τις | αρπαγές |
κλητική | αρπαγή | αρπαγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρπαγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρπαγή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.paˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐πα‐γή
- τονικό παρώνυμο: αρπάγη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρπαγή θηλυκό
- βίαιη απόσπαση ξένου πράγματος
- άλλες μορφές: άρπαγμα
- (γενικότερα) κλοπή, σφετερισμός
- άλλες μορφές: άρπαγμα
- απαγωγή
- ↪ η αρπαγή της Περσεφόνης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)