αρπαγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρπαγή | οι | αρπαγές |
γενική | της | αρπαγής | των | αρπαγών |
αιτιατική | την | αρπαγή | τις | αρπαγές |
κλητική | αρπαγή | αρπαγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρπαγή < αρχαία ελληνική ἁρπαγή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρπαγή θηλυκό
- βίαιη απόσπαση ξένου πράγματος
- (γενικότερα) κλοπή, σφετερισμός
- απαγωγή
- η αρπαγή της Περσεφόνης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- (1,2) άρπαγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
|}