βαθύ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βαθύ, βάθη, Βάθη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vaˈθi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐θύ
τονικό παρώνυμο: βάθη

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

βαθύ

  1. γενική, αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του βαθύς
  2. γενική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βαθύς

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

στη γενική ενικού, και για το αρσενικό, και για το ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

βαθύ

  1. κλητική ενικού, αρσενικού γένους του βαθύς
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βαθύς