Βάθη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βάθη < γενική ενικού του αρσενικού Βάθης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βάθη θηλυκό (αρσενικό Βάθης)
Βάθη θηλυκό (αρσενικό Βάθης)