βαθύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθύς < αρχαία ελληνική βαθύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb- (βάθος, βαθύς)
Επίθετο[επεξεργασία]
βαθύς, -ιά, -ύ
Επίθετο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την φυσική ιδιότητα ενός ουσιαστικού ως προς:
- την 'αντίθετη' διάσταση του ύψους (απόσταση προς τον ουρανό), την απόσταση δηλαδή προς την γη.
- την απόσταση από τον παρατηρητή καθώς κοιτάζει προς τα κάτω (ή καμμιά φορά προς τα μέσα).
- (μεταφορικά) το εύρος πχ των γνώσεων
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- βαθύγνωμος
- βαθυκόκκινος
- βαθυμετρία, βαθυμετρικός, βαθύμετρο
- βαθύνοια, βαθύνους
- βαθύπλουτος
- βαθυπράσινος
- βαθύρριζος
- βαθυσκαφής
- βαθυσκάφος
- βαθύσκιος, βαθύσκιωτος
- βαθυστόχαστος
- βαθύσφαιρα
- βαθυτυπία
- βαθύφωνος
- βαθύχρωμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθύς
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Κλίση (Παρατηρήσεις) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
Ονομαστική | βαθύς | βαθεῖα | βαθύ | βαθεῖς | βαθεῖαι | βαθέα |
Γενική | βαθέος | βαθείας | βαθέος | βαθέων | βαθειῶν | βαθέων |
Δοτική | βαθεῖ | βαθείᾳ | βαθεῖ | βαθέσι | βαθείαις | βαθέσι |
Αιτιατική | βαθύν | βαθεῖαν | βαθύ | βαθεῖς | βαθείας | βαθέα |
Κλητική | βαθύ | βαθεῖα | βαθύ | βαθεῖς | βαθεῖαι | βαθέα |
Πτώσεις | Δυικός | |||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | βαθέε | βαθεία | βαθέε | |||
Γενική-Δοτική | βαθέοιν | βαθείαιν | βαθέοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb- (βάθος, βαθύς)
Επίθετο[επεξεργασία]
βαθύς, -εῖα, -ύ