βάθυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάθυνση | οι | βαθύνσεις |
γενική | της | βάθυνσης* | των | βαθύνσεων |
αιτιατική | τη | βάθυνση | τις | βαθύνσεις |
κλητική | βάθυνση | βαθύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαθύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάθυνση < βαθύνω + -ση < αρχαία ελληνική βαθύνω < βαθύς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάθυνση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βάθυνση