βαθύφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθύφωνος < ελληνιστική βαθύφωνος < βαθύς + φωνή
Επίθετο[επεξεργασία]
βαθύφωνος, -η, -ο
- που έχει ιδιαίτερα βαθειά ανδρική φωνή