βαθύγνωμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαθύγνωμος < ελληνιστική κοινή βαθυγνώμων. Συγχρονικά αναλύεται σε βαθύ- + γνώμ(η) + -ων
Επίθετο
[επεξεργασία]βαθύγνωμος
- (λόγιο) που έχει τη συνήθεια να σκέφτεται πολύ και με λεπτομέρειες