αγκωνιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκωνιά οι αγκωνιές
      γενική της αγκωνιάς των αγκωνιών
    αιτιατική την αγκωνιά τις αγκωνιές
     κλητική αγκωνιά αγκωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκωνιά < αγκών(ας) + -ιά, όπως και δαγκωνιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋ.ɡoˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκω‐νιά
τονικό παρώνυμο: αγγόνια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγκωνιά [1] θηλυκό

  • δυνατό χτύπημα με τον αγκώνα
    Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Έφαγα μια δυνατή αγκωνιά και τώρα έχει μελανιάσει το μπράτσο μου.

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αγκώνας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αγκωνιά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)