Μετάβαση στο περιεχόμενο

παραγκωνίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραγκωνίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραγκωνίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- (παρα-) + αγκών(ας) + -ίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾaŋ.ɡoˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραγκωνίζω
παλιότερος συλλαβισμός: παραγκωνίζω

παραγκωνίζω, αόρ.: παραγκώνισα, παθ.φωνή: παραγκωνίζομαι, π.αόρ.: παραγκωνίστηκα/παραγκωνίσθηκα, μτχ.π.π.: παραγκωνισμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη αγκώνας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραγκωνίζω < παρ- (παρα-) + ἀγκωνίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραγκωνίζω θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. λυγίζω τα χέρια προς τα έξω
  2. σπρώχνω με τους αγκώνες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 δείτε και τη λέξη ἀγκών