remove
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
remove | removes |
remove (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | remove |
γ΄ ενικό ενεστώτα | removes |
αόριστος | removed |
παθητική μετοχή | removed |
ενεργητική μετοχή | removing |
remove (en)
- απομακρύνω
- αποπέμπω (π.χ. πολιτικό από τη θέση του)