remove
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
remove | removes |
remove (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | remove |
γ΄ ενικό ενεστώτα | removes |
αόριστος | removed |
παθητική μετοχή | removed |
ενεργητική μετοχή | removing |
remove (en)
- απομακρύνω
- (μεταβατικό) βγάζω κάτι από το σώμα
- ↪ They removed one of his kidneys/eyes.
- Του έβγαλαν το ένα νεφρό/μάτι.
- ↪ They removed one of his kidneys/eyes.
- αποπέμπω (π.χ. πολιτικό από τη θέση του)
Πηγές[επεξεργασία]
- remove - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω