γυαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γυαλιά | ||
γενική | των | γυαλιών | ||
αιτιατική | τα | γυαλιά | ||
κλητική | γυαλιά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γυαλιά < πληθυντικός αριθμός του γυαλί
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝaˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυα‐λιά
- τονικό παρώνυμο: Γυάλια (τοπωνύμιο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γυαλιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ζευγάρι φακών (από γυαλί ή άλλο υλικό), αναρτημένων σε ειδικό σκελετό (κοκάλινο, μεταλλικό κ.λπ.), που φοριέται μπροστά από τα μάτια για τη διόρθωση ελαττωματικής όρασης ή για την προστασία από τον ήλιο.
- φοράω γυαλιά
- γυαλιά ηλίου, οράσεως, μυωπίας, υπερμετρωπίας
- (και στον ενικό) φόρα, επιτέλους, το γυαλί σου, αφού δε βλέπεις να διαβάσεις!
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βάζω τα γυαλιά (σε κάποιον)
- (τα κάνω) γυαλιά καρφιά
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γυαλιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)