okulvitroj
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]okulvitroj < → δείτε τη λέξη okulvitro
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.kulˈvi.tɾoj/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | okulvitroj |
αιτιατική | okulvitrojn |
okulvitroj (eo)
- τα γυαλιά