Βεσκόβο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βεσκόβο < μεταγραφή για την αγγλική Vescovo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /veˈsko.vο/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐σκό‐βo
- παρώνυμο: Βέσκοβι
- τονικό παρώνυμο: Βέσκοβο
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Βεσκόβο άκλιτο