Vescovo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: vescovo

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
Vescovo Vescovos

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Vescovo < προέλευσης από την ιταλική Vescovo < ιταλική vescovo

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Vescovo (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Vescovo < vescovo

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈveskovο/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Vé‐sco‐vo

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Vescovo (it)

Συγγενικά[επεξεργασία]