δείνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δείνα < αρχαία ελληνική δεῖνα
Αντωνυμία[επεξεργασία]
δείνα άκλιτο
- για να δηλωθεί ένα πρόσωπο χωρίς να αναφερθεί το όνομά του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- απαντάται, μόνο στην ονομαστική του ενικού του αρσενικού, και με τη μορφή δείνας
- συνήθως αντιπαρατίθεται με το τάδε για να δώσει έμφαση
- ήρθε να μου πει για τον τάδε υπάλληλο που έκανε αυτό, για τον δείνα που έκανε το άλλο κλπ. κλπ.