δείνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δεῖνα, δεινά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δείνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεῖνα [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεί‐να
τονικό παρώνυμο: δεινά

Αντωνυμία[επεξεργασία]

δείνα άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • απαντάται, μόνο στην ονομαστική του ενικού του αρσενικού, και με τη μορφή δείνας
  • συνήθως αντιπαρατίθεται με το τάδε για να δώσει έμφαση
    ήρθε να μου πει για τον τάδε υπάλληλο που έκανε αυτό, για τον δείνα που έκανε το άλλο κλπ. κλπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]