assumption

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
assumption assumptions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

assumption (en)

  1. (μετρήσιμο) η υπόθεση, κάτι που πιστεύω ότι είναι αλήθεια ή ότι θα συμβεί, αν και δεν υπάρχει καμία απόδειξη
    a working assumption - υπόθεση εργασίας
    Your assumption is completely wrong.
    Η υπόθεσή σου είναι τελείως εσφαλμένη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hypothesis
  2. η παραδοχή
  3. (θρησκεία) η ανάληψη (στους ουρανούς)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]