supposition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
supposition (en)
- η υπόθεση (πρόταση με την οποία υποθέτουμε)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sy.pɔ.zi.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
supposition | suppositions |
supposition (fr) θηλυκό
- η υπόθεση (πρόταση με την οποία υποθέτουμε)