supposition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
supposition suppositions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

supposition (en) (επίσημο)

  1. (μετρήσιμο) η υπόθεση, η πρόταση με την οποία υποθέτουμε
    Our suppositions were fully confirmed.
    Οι υποθέσεις μας επιβεβαιώθηκαν πλήρως.
  2. (μη μετρήσιμο) η υπόθεση, η πράξη του υποθέτω
    Your suspicions are based on supposition.
    Οι υποψίες σου βασίζονται σε υποθέσεις.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sy.pɔ.zi.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
supposition suppositions

supposition (fr) θηλυκό

  • η υπόθεση (πρόταση με την οποία υποθέτουμε)