hipoteza
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- hipoteza < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipoteza | hipotezaj |
αιτιατική | hipotezan | hipotezajn |
hipoteza (eo)
- υποθετικός, σχετικός με μια υπόθεση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌçipɔˈtɛza/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hipoteza (pl) θηλυκό
- (επιστήμες) η υπόθεση