veracity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
veracity | veracities |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
veracity (en)
- ειλικρίνεια
- I appreciate your veracity - εκτιμώ την ειλικρίνειά σου/σας
- αλήθεια, η ιδιότητα του αληθούς
- the historical veracity of these events - η ιστορική αλήθεια των γεγονότων
- ακρίβεια
- he questioned the veracity of that research - (αυτός) αμφισβήτησε την ακρίβεια της έρευνας