οινοπνευματοποιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οινοπνευματοποιείο < οινόπνευμα, οινοπνευματ- + -ο- + -ποιείο (Χρειάζεται τεκμηρίωση το πρώτο συνθετικό οινο- ή οινο(πνευματ))
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οινοπνευματοποιείο ουδέτερο
- εργαστήριο ή εργοστάσιο παραγωγής οινοπνευματωδών ποτών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οινοπνευματοποιείο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- οινοπνευματοποιείο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)