χωμάτινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωμάτινος η χωμάτινη το χωμάτινο
      γενική του χωμάτινου της χωμάτινης του χωμάτινου
    αιτιατική τον χωμάτινο τη χωμάτινη το χωμάτινο
     κλητική χωμάτινε χωμάτινη χωμάτινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωμάτινοι οι χωμάτινες τα χωμάτινα
      γενική των χωμάτινων των χωμάτινων των χωμάτινων
    αιτιατική τους χωμάτινους τις χωμάτινες τα χωμάτινα
     κλητική χωμάτινοι χωμάτινες χωμάτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωμάτινος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

χωμάτινος, -η, -ο

  • φτιαγμένος από χώμα ή από πηλό
    ※  Αυτόν τον δρόμο τον έχει δει σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ξέρει ότι σε προηγούμενες δεκαετίες ήταν ένας φαρδύς χωμάτινος δρόμος που περνούσε μέσα από μπαξέδες και περιβόλια. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]