επίχωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίχωμα < αρχαία ελληνική ἐπιχώννυμι + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίχωμα ουδέτερο
- σωρός χώματος και άλλων υλικών που ανυψώνει το έδαφος ή γεμίζει κάποιο κοίλωμα
- πρόχειρη / προσωρινή χωμάτινη οχύρωση (μπροστά από χαράκωμα ή αλλού)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίχωμα