επιχωματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιχωματίζω < επι- + χώμα (γενική: χώματος) + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.xo.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐χω‐μα‐τί‐ζω
παρώνυμο: επιχρωματίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

επιχωματίζω

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]