σκεπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκεπάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκεπάζω < σκέπω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sceˈpa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκε‐πά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκεπάζω (παθητική φωνή: σκεπάζομαι)

  1. καλύπτω εντελώς
    το χιόνι σκέπαζε το δρόμο
  2. (ειδικότερα) τοποθετώ ένα σκέπασμα ή κάλυμμα ή πώμα πάνω από κάτι/κάποιον
  3. τοποθετώ σκεπή σε ένα χώρο, στεγάζω
  4. (μεταφορικά) συγκαλύπτω κάτι το παράνομο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]