σκεπαστός
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκεπαστ
ός
η
σκεπαστ
ή
το
σκεπαστ
ό
γενική
του
σκεπαστ
ού
της
σκεπαστ
ής
του
σκεπαστ
ού
αιτιατική
τον
σκεπαστ
ό
τη
σκεπαστ
ή
το
σκεπαστ
ό
κλητική
σκεπαστ
έ
σκεπαστ
ή
σκεπαστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκεπαστ
οί
οι
σκεπαστ
ές
τα
σκεπαστ
ά
γενική
των
σκεπαστ
ών
των
σκεπαστ
ών
των
σκεπαστ
ών
αιτιατική
τους
σκεπαστ
ούς
τις
σκεπαστ
ές
τα
σκεπαστ
ά
κλητική
σκεπαστ
οί
σκεπαστ
ές
σκεπαστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
σκεπαστός
< (
ελληνιστική κοινή
)
σκεπαστός
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
σκεπαστός
σκεπασμένος
,
προστατευμένος
από
σκεπή
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
σκεπαστός
αγγλικά
:
covered
(en)
γαλλικά
:
couvert
(fr)
γερμανικά
:
bedeckt
(de)
ρωσικά
:
накрытый
(ru)
,
покрытый
(ru)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες