δωροδοκώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δωροδοκώ < ελληνιστική κοινή δωροδοκέω / δωροδοκῶ (δέχομαι δώρα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðo.ɾo.ðoˈko/
Ρήμα
[επεξεργασία]δωροδοκώ (μέσο: δωροδοκούμαι)
- (διαφθορά) εξαγοράζω κάποιον με χρήματα, χάρες ή του παρέχω ένα όφελος για να εκμαιεύσω από εκείνον κάτι παράτυπο, παράνομο (είτε να το πράξει είτε να αμελήσει να πράξει εκείνο που όφειλε)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δωροδοκώ | δωροδοκούσα | θα δωροδοκώ | να δωροδοκώ | δωροδοκώντας | |
β' ενικ. | δωροδοκείς | δωροδοκούσες | θα δωροδοκείς | να δωροδοκείς | (δωροδόκει) | |
γ' ενικ. | δωροδοκεί | δωροδοκούσε | θα δωροδοκεί | να δωροδοκεί | ||
α' πληθ. | δωροδοκούμε | δωροδοκούσαμε | θα δωροδοκούμε | να δωροδοκούμε | ||
β' πληθ. | δωροδοκείτε | δωροδοκούσατε | θα δωροδοκείτε | να δωροδοκείτε | δωροδοκείτε | |
γ' πληθ. | δωροδοκούν(ε) | δωροδοκούσαν(ε) | θα δωροδοκούν(ε) | να δωροδοκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δωροδόκησα | θα δωροδοκήσω | να δωροδοκήσω | δωροδοκήσει | ||
β' ενικ. | δωροδόκησες | θα δωροδοκήσεις | να δωροδοκήσεις | δωροδόκησε | ||
γ' ενικ. | δωροδόκησε | θα δωροδοκήσει | να δωροδοκήσει | |||
α' πληθ. | δωροδοκήσαμε | θα δωροδοκήσουμε | να δωροδοκήσουμε | |||
β' πληθ. | δωροδοκήσατε | θα δωροδοκήσετε | να δωροδοκήσετε | δωροδοκήστε | ||
γ' πληθ. | δωροδόκησαν δωροδοκήσαν(ε) |
θα δωροδοκήσουν(ε) | να δωροδοκήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δωροδοκήσει | είχα δωροδοκήσει | θα έχω δωροδοκήσει | να έχω δωροδοκήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δωροδοκήσει | είχες δωροδοκήσει | θα έχεις δωροδοκήσει | να έχεις δωροδοκήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δωροδοκήσει | είχε δωροδοκήσει | θα έχει δωροδοκήσει | να έχει δωροδοκήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δωροδοκήσει | είχαμε δωροδοκήσει | θα έχουμε δωροδοκήσει | να έχουμε δωροδοκήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δωροδοκήσει | είχατε δωροδοκήσει | θα έχετε δωροδοκήσει | να έχετε δωροδοκήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δωροδοκήσει | είχαν δωροδοκήσει | θα έχουν δωροδοκήσει | να έχουν δωροδοκήσει |
|