dono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dono | donoj |
αιτιατική | donon | donojn |
dono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dono | donoj |
αιτιατική | donon | donojn |
dono (eo)