αντίδωρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντίδωρο | τα | αντίδωρα |
γενική | του | αντίδωρου | των | αντίδωρων |
αιτιατική | το | αντίδωρο | τα | αντίδωρα |
κλητική | αντίδωρο | αντίδωρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντίδωρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή (αρχαία σημασία: δώρο ως ανταμοιβή) [1] < αρχαία ελληνική ἀντί + δῶρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίδωρο ουδέτερο
- (χριστιανισμός, εκκλησιαστικός όρος) κομμάτι από αγιασμένο πρόσφορο που δίνεται από τον ιερέα στους πιστούς μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας
- άλλες μορφές: αντίδερο (ιδιωματικό)
- (σπάνιο, λόγιο) δώρο που δίνεται σε ανταπόδοση άλλου δώρου
- (μεταφορικά) κομματάκι, μπουκιά
Παροιμίες[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το αντίδωρο στην εκκλησία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αντίδωρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)