Μετάβαση στο περιεχόμενο

donation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
donation donations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

donation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η δωρεά, κάτι που δίνεται σε ένα άτομο ή έναν οργανισμό όπως μια φιλανθρωπική οργάνωση, για να βοηθήσει· ο δωρισμός, η ενέργεια του να δωρίζω
      His donations speak volumes about his generosity.
    Οι δωρεές του μαρτυρούν τη γενναιοδωρία του.
      donation of a body to medical science - δωρισμός σώματος στην ιατρική επιστήμη

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
donation donations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

donation (fr) θηλυκό

  1. η δωρεά