donation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
donation | donations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
donation (en)
- η δωρεά
- ↪ His donations speak volumes about his generosity.
- Οι δωρεές του μαρτυρούν τη γενναιοδωρία του.
- ↪ His donations speak volumes about his generosity.
- το δώρο
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
donation | donations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
donation (fr) θηλυκό
- η δωρεά