donation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
donation donations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

donation (en)

  1. η δωρεά
    His donations speak volumes about his generosity.
    Οι δωρεές του μαρτυρούν τη γενναιοδωρία του.
  2. το δώρο

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
donation donations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

donation (fr) θηλυκό

  1. η δωρεά