μισθός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μισθός | οι | μισθοί |
γενική | του | μισθού | των | μισθών |
αιτιατική | τον | μισθό | τους | μισθούς |
κλητική | μισθέ | μισθοί | ||
Ιδιωματικός πληθυντικός: (τα) μισθά | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μισθός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μισθός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /miˈsθos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σθός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μισθός αρσενικό
- η αμοιβή κάποιου που προσφέρει μια εργασία
- η μηνιαία αμοιβή ενός υπαλλήλου (σε αντίθεση με το ημερομίσθιο του εργάτη)
- (μεταφορικά) η ανταμοιβή για κάτι που έκανε κανείς, καλό ή κακό
Συγγενικά
[επεξεργασία]και δείτε τα παράγωγα και σύνθετά τους
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισθός
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μισθός | οἱ | μισθοί |
γενική | τοῦ | μισθοῦ | τῶν | μισθῶν |
δοτική | τῷ | μισθῷ | τοῖς | μισθοῖς |
αιτιατική | τὸν | μισθόν | τοὺς | μισθούς |
κλητική ὦ! | μισθέ | μισθοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μισθώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μισθοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μισθός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *misdʰós < *mey- (αλλάσσω, ανταλλάσσω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μισθός αρσενικό
- αμοιβή, πληρωμή
- μηνιαίος μισθός
- βουλευτικός, δικαστικός, ἡλιαστικός μισθός
- αποζημίωση
- (κακόσημο) εκδίκηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με συνθετικό 'μισθός' στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με -μισθ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
[επεξεργασία]- μισθός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μισθός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)