μισθός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μισθός οι μισθοί
      γενική του μισθού των μισθών
    αιτιατική τον μισθό τους μισθούς
     κλητική μισθέ μισθοί
Ιδιωματικός πληθυντικός: (τα) μισθά
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισθός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μισθός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈsθos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐σθός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μισθός αρσενικό

  1. η αμοιβή κάποιου που προσφέρει μια εργασία
  2. η μηνιαία αμοιβή ενός υπαλλήλου (σε αντίθεση με το ημερομίσθιο του εργάτη)
  3. (μεταφορικά) η ανταμοιβή για κάτι που έκανε κανείς, καλό ή κακό

Συγγενικά[επεξεργασία]

και δείτε τα παράγωγα και σύνθετά τους

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μισθός οἱ μισθοί
      γενική τοῦ μισθοῦ τῶν μισθῶν
      δοτική τῷ μισθ τοῖς μισθοῖς
    αιτιατική τὸν μισθόν τοὺς μισθούς
     κλητική ! μισθέ μισθοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μισθώ
γεν-δοτ τοῖν  μισθοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισθός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *misdʰós < *mey- (αλλάσσω, ανταλλάσσω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μισθός αρσενικό

  1. αμοιβή, πληρωμή
  2. μηνιαίος μισθός
    βουλευτικός, δικαστικός, ἡλιαστικός μισθός
  3. αποζημίωση
  4. (κακόσημο) εκδίκηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]