μισθοφόρος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μισθοφόρος | μισθοφόροι |
γενική | μισθοφόρου | μισθοφόρων |
αιτιατική | μισθοφόρο | μισθοφόρους |
κλητική | μισθοφόρε | μισθοφόροι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισθοφόρος < αρχαία ελληνική μισθοφόρος < μισθός + φέρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισθοφόρος αρσενικό
- στρατιώτης που υπηρετεί σε στρατό ξένης χώρας και πληρώνεται για υπηρεσίες του