μισθοφορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μισθοφορικός < ελληνιστική κοινή μισθοφορικός < αρχαία ελληνική μισθοφόρος < μισθός + φέρω
Επίθετο
[επεξεργασία]μισθοφορικός
- που έχει σχέση με μισθοφόρος, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μισθοφορικός