wage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wage | wages |
wage (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | wage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wages |
αόριστος | waged |
παθητική μετοχή | waged |
ενεργητική μετοχή | waging |
wage (en)
- διεξάγω κάτι
- ↪ I am waging war on hunger - Πολεμώ την πείνα