wages

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wages (en)

  1. πληθυντικός αριθμός του wage
  2. οι μισθοί, το συνολικό εισόδημα κάποιου

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

wages (en)