ημερομίσθιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημερομίσθιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημερομίσθιο ουδέτερο
- η αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας (αφορά τους εργάτες σε αντίθεση με τους υπαλλήλους που παίρνουν μισθό)
- το να έχει εργαστεί κάποιος για μια ημέρα
- καλύπτεται ασφαλιστικά όποιος έχει πραγματοποιήσει 50 τουλάχιστον ημερομίσθια κατά το προηγούμενο έτος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημερομίσθιο
|