αναδίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναδίνω < μεσαιωνική ελληνική ἀναδίδω < αρχαία ελληνική ἀναδίδωμι < δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dédeh₃- < *deh₃-

Ρήμα[επεξεργασία]

αναδίνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]