λογοδίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λογοδοτώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογοδίνομαι < λόγος + -ο- + δίνω + -μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

λογοδίνομαι (αποθετικό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]