παρακινούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παρακινούμαι, π.αόρ.: παρακινήθηκα, μτχ.π.π.: παρακινημένος
- παθητική φωνή του ρήματος παρακινώ
Δείτε επίσης : παρακινοῦμαι |
παρακινούμαι, π.αόρ.: παρακινήθηκα, μτχ.π.π.: παρακινημένος