ωθητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ωθητής | οι | ωθητές |
γενική | του | ωθητή | των | ωθητών |
αιτιατική | τον | ωθητή | τους | ωθητές |
κλητική | ωθητή | ωθητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωθητής < ωθώ + -τής < αρχαία ελληνική ὠθέω / ὠθῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swe-dʰh₁- < *swé (ἴδιος) + *dʰeh₁- (τίθημι)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωθητής αρσενικό
- αυτός που ωθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ωθώ