pousseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pousseur | pousseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pousseur (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) σκάφος που σπρώχνει άλλο
ενικός | πληθυντικός |
pousseur | pousseurs |
pousseur (fr) αρσενικό